δαιμονομανής

δαιμονομανής
(-ούς), -ές
1. αυτός που νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα, ο δαιμονοπαθής
2. ο προσηλωμένος φανατικά στη δαιμονολατρία
3. ο ασχολούμενος εντατικά με έρευνες σχετικές με τους δαίμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -μανής < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαιμονομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει εμμονές ότι τον κατέχουν δαίμονες. 2. αυτός που είναι δοσμένος στη λατρεία των δαιμόνων. 3. αυτός που ασχολείται με ζήλο με τις έρευνες τις σχετικές με τους δαίμονες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”